- πρόσωπος
- ὁ, Απρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πρόσωπον με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευπρόσωπος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσωπος, ον) 1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ευπαρουσίαστος («ὁ νεανίσκος οὐκ εὐπρόσωπος», Πλάτ.) 2. ευχάριστος στην εμφάνιση, ικανοποιητικός στην παρουσίαση (α. «ευπρόσωπο μάθημα» β. «ευπρόσωπη παράσταση») αρχ. 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ευρυπρόσωπος — η, ο εκείνος τού οποίου το μέτωπο έχει πλάτος μεγάλο σε σχέση προς το συνολικό πλάτος τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αντι πρόσωπος, πολυ πρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιωάννη Καρασούτσα] … Dictionary of Greek
ηδυπρόσωπος — ἡδυπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο πρόσωπο. ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α πρόσωπος, δι πρόσωπος] … Dictionary of Greek
ιδιοπρόσωπος — ιδιοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει ιδιαίτερη έκφραση στην όψη. επίρρ... ἰδιοπροσώπως (Μ) προσωπικά, ατομικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αντι πρόσωπος, πολυ πρόσωπος] … Dictionary of Greek
ιλαροπρόσωπος — η, ο (Μ ἰλαροπρόσωπος, ον) αυτός που έχει γελαστό πρόσωπο, χαρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + προσωπος (< πρόσωπο), πρβλ. πολυ πρόσωπος, στρογγυλο πρόσωπος] … Dictionary of Greek
ιπποπρόσωπος — ἱπποπρόσωπος, ον (Α) πάπ. (επίθ. για τη θεά Σελήνη και για κάποια μυθική φυλή) αυτός που έχει μορφή ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + πρόσωπος (< πρόσ ωπον), πρβλ. ιερακο πρόσωπος, ορνιθο πρόσωπος] … Dictionary of Greek
καραβοπρόσωπος — καραβοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει πρόσωπο καράβου, καραβίδας («ἔθνος ἐγχελυωπὸν καὶ καραβοπρόσωπον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ανδρο πρόσωπος, τερατο πρόσωπος] … Dictionary of Greek
πολυπρόσωπος — η, ο / πολυπρόσωπος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά πρόσωπα, που αλλάζει εμφάνιση 2. (για θεατρικά έργα) αυτός στον οποίο υπάρχουν πολλά πρόσωπα, πολλοί ρόλοι 3. αυτός που αποτελείται από πολλά πρόσωπα (α. «πολυπρόσωπη αποστολή» β. «πολυπρόσωπος … Dictionary of Greek
τραγοπρόσωπος — ον, Α αυτός που έχει πρόσωπο τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αιγο πρόσωπος, ορνιθο πρόσωπος] … Dictionary of Greek
τριτοπρόσωπος — η, ο, Ν γραμμ.> 1. αυτός που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τρίτο πρόσωπο 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τριτοπρόσωπα ρήματα που απαντούν σε τρίτο ενικό πρόσωπο και τα οποία παίρνουν, στη νέα Ελληνική, ως υποκείμενο μια πρόταση, ενώ στην… … Dictionary of Greek